γκρινιάρης, -α, -ικο

γκρινιάρης, -α, -ικο
αυτός που γκρινιάζει, ο μεμψίμοιρος, ο μουρμούρης, ο ανάποδος: Η πεθερά του είναι πολύ γκρινιάρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γκρινιάρης — α, ικο [γκρίνια] 1. αυτός που συνεχώς παραπονείται 2. εριστικός, καβγατζής 3. το μωρό που συνεχώς κλαψουρίζει …   Dictionary of Greek

  • γρινιάρης, -α, -ικο — βλ. γκρινιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουρμούρης, -α, -ικο — παραπονιάρης, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, κλαψιάρης: Η γυναίκα μου είναι μεγάλη μουρμούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουρμούρης — α, ικο [μουρμούρα] (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που μουρμουρίζει, που ψιθυρίζει κάτι συγκεχυμένα και σιγά β) μεμψίμοιρος, γκρινιάρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”